κατευόδωση

κατευόδωση
η (AM κατευόδωσις) [κατευοδώ]
καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος
νεοελλ.
το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατευοδώσῃ — κατευοδώσηι , κατευόδωσις good success fem dat sg (epic) κατευοδόω bring prosperity aor subj mid 2nd sg κατευοδόω bring prosperity aor subj act 3rd sg κατευοδόω bring prosperity fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευόδωμα — το (Μ κατευόδωμα[ν] και καταυόδωμα[ν]) [κατευοδώνω] 1. η ενέργεια τού κατευοδώνω, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει, η προπομπή κάποιου με ευχές 2. κατευόδωση, επιτυχία, αίσια έκβαση, ευδοκίμηση μσν. 1. καθοδήγηση, κανόνας ζωής 2. κατόρθωμα,… …   Dictionary of Greek

  • ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβόδισμα — το [ξεπροβοδίζω] η κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • προβόδισμα — το, Ν [προβοδίζω] προπομπή, κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • προβόδωμα — το, Ν [προβοδώνω] προβόδισμα, ξεπροβόδισμα, κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • συνέβγαλμα — το, Ν [συνεβγάζω] κατευόδωση …   Dictionary of Greek

  • ξεπροβόδισμα — το, ατος προπομπή, κατευόδωση: Όλο το χωριό βγήκε για το ξεπροβόδισμα των παιδιών που φεύγανε για το μέτωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”